ἐκτρίβῃ

ἐκτρίβῃ
ἐκτρί̱βῃ , ἐκτρίβω
rub out
pres subj mp 2nd sg
ἐκτρί̱βῃ , ἐκτρίβω
rub out
pres ind mp 2nd sg
ἐκτρί̱βῃ , ἐκτρίβω
rub out
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εκτριβή — ἐκτριβή, η (AM) 1. έκτριψη 2. βίαιη τριβή 3. καταστροφή, όλεθρος …   Dictionary of Greek

  • ἐκτριβή — destruction fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτριβῇ — ἐκτρίβω rub out aor subj pass 3rd sg ἐκτριβή destruction fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτριβαί — ἐκτριβή destruction fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτριβῆς — ἐκτριβή destruction fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτριβήν — ἐκτριβή destruction fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • потребление — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. ἐκτριβή) вытирание, истребление.  … …   Словарь церковнославянского языка

  • δοκιμασίες — Συστηματικές μέθοδοι ελέγχου, με τις οποίες εξετάζονται οι φυσικές και χημικές ιδιότητες των υλικών που προορίζονται για κατασκευές ή η απόδοση και η καταλληλότητα μηχανών, τμημάτων τους, εγκαταστάσεων κλπ. (στην τελευταία περίπτωση αποκαλούνται… …   Dictionary of Greek

  • ἐκτριβῇς — ἐκτρίβω rub out aor subj pass 2nd sg ἐκτριβή destruction fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”